- μικροκενόσπουδος
- μικρο-κενόσπουδος, ον,A busy with foolish trifles, Phld.Herc. 1457.9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μικροκενόσπουδος — μικροκενόσπουδος, ον (Α) αυτός που ασχολείται με μικρά πράγματα, που κατατρίβεται με μηδαμινά θέματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + κενόσπουδος] … Dictionary of Greek
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek